στρομεϋερίτης

στρομεϋερίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού χαλκού και τού αργύρου που απαντά με τη μορφή συμπαγών μαζών, μαζί με ορυκτά τού χαλκού και τού μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stromeyerite < γερμ. Stromeyerit, από το όν. τού Γερμανού χημικού Fr. Strōhmeyer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”